- φωνασκία
- η1) пронзительный крик; 2) шумная и надоедливая болтовня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωνασκίᾳ — φωνασκίαι , φωνασκία practice of the voice fem nom/voc pl φωνασκίᾱͅ , φωνασκία practice of the voice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκία — η, ΝΜΑ [φωνασκῶ] νεοελλ. πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. η τέχνη άσκησης τής φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι … Dictionary of Greek
φωνασκία — η φωνή ενοχλητική και διαπεραστική, ακατάσχετη φλυαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωνασκίας — φωνασκίᾱς , φωνασκία practice of the voice fem acc pl φωνασκίᾱς , φωνασκία practice of the voice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκίαν — φωνασκίᾱν , φωνασκία practice of the voice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκίαις — φωνασκία practice of the voice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωνασκίη — φωνασκία practice of the voice fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHALCOPHTHONGOS — Graece χαλκόφθογγος, nomem gemmae, apud Solinum, c. 37. Chalcopthongos resonat, ut pulsata aera: pudice habitus servat vocis claritatem. Eadem cum Chalcophono, Χαλκοφώνῳ Plinii, de qua is l. 37. c. 10. Chalcophonos nigra est, sed illisa aeris… … Hofmann J. Lexicon universale
φωνασκικός — ή, όν, Α [φωνασκός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τής φωνασκίας («ὅς ἔχων φωνασκικὸν ὄργανον...ἐνεδίδου τόνον μαλακόν», Πλούτ.). επίρρ... φωνασκικῶς Α με φωνασκία … Dictionary of Greek